dc.description.abstract | Οι έννοιες του τόπου, των μεταβολών του στο χρόνο, της μνήμης, της ταυτότητας που συνδέεται με τον
τόπο καταγωγής και τον τόπο της παιδικής ηλικίας, έννοιες που βρίσκονται στο δομικό υπόβαθρο των
διαχρονικών περιπετειών της ανθρώπινης αναζήτησης, μετατράπηκαν σε ερωτήματα που αφορούσαν την
ύπαρξή μου και την ανάγκη απαντήσεων «εδώ και τώρα» με την έννοια του «κατεπείγοντος», όταν χάθηκε
μέσα σε μια νύχτα ξαφνικά κι απρόσμενα το σπίτι της γιαγιάς μου που υπήρξε σημείο αναφοράς της
παιδικής μου ηλικίας. Το γεγονός αυτό πυροδότησε ένα διάλογο με το διαγενεαλογικό τραύμα που
«έκρυβα» ως δισέγγονο προσφύγων, εγγόνι και γιος μετεγκατεστημένων και μεταναστών. Κλήθηκα σε μια
εξερεύνηση του εαυτού και σε εκ νέου ερμηνεία όλων των πληροφοριών, των αφηγήσεων και των
παραδόσεων με τις οποίες μεγάλωσα.
Η έρευνά μου ξεκινά από τον αφηρημένο γεωμετρικό χώρο, και οδηγείται στον βιωμένο χώρο, τον
μετασχηματισμένο μέσω της μνήμης σε τόπο. Το νόημα του κάθε τόπου δημιουργείται από τους
ανθρώπους και οι άνθρωποι πλάθονται από τον τόπο στον οποίο βρίσκονται. Κάθε τόπος έχει το δικό του
genius loci, τη δικιά του αποστολή και αποκτά την ταυτότητά του, όχι από την μορφολογία του, αλλά μέσα
από την κατοίκιση, την ιστορία και τις μνήμες του. Η ταυτότητά του καθορίζει την ταυτότητα του
ανθρώπου και αντίστροφα.
Στη σύγχρονη ζωή δαπανάται πολύς χρόνος σε τόπους χωρίς ταυτότητα, σε μη-τόπους, που δεν
προσφέρουν κανένα ουσιαστικό νόημα στην ιστορία, στις σχέσεις και στο ζήτημα της ατομικής και
συλλογικής ταυτότητας. Στον αντίποδα των μη-τόπων βρίσκονται οι τόποι μνήμης που είναι φορτισμένοι
υπαρξιακά και δεν αφορούν μόνο το παρελθόν και το παρόν μας, αλλά επηρεάζουν και το μέλλον μας.
Η μνήμη, όταν ο τόπος εκλείπει, μετατρέπεται σε νοσταλγία, η οποία, αν χειραγωγηθεί πολιτικά, οδηγεί
σε αποκλεισμούς και θεωρίες συνωμοσίας (επανορθωτική νοσταλγία). Αντίθετα, η νοσταλγία που λατρεύει
τα θραύσματα μνήμης και επικαιροποιεί το χώρο, οδηγεί τους νοσταλγούς να πουν την ιστορία τους, να
αφηγηθούν τη σχέση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Μέσα από αυτή τη λαχτάρα,
ανακαλύπτουν ότι το παρελθόν δεν είναι αυτό που δεν υπάρχει πια, αλλά το παρελθόν ανοίγει πολλαπλά
επίπεδα συνείδησης και δανείζει στο παρόν τη ζωτικότητα (ανακλαστική νοσταλγία).
Τέλος, γίνεται αναφορά σε δυο εικαστικούς καλλιτέχνες, το Λουκά Σαμαρά και τον Ανδρέα Παπαχρίστο,
που με την παραγωγή του καλλιτεχνικού τους έργου ενεργοποιούν τις αναμνήσεις από τα παιδικά τους
χρόνια, γεφυρώνουν το ρήγμα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν και πετυχαίνουν ένα είδος
συμφιλίωσης του πριν και του μετά, μεταλλάσσοντας τη νοσταλγία σε δύναμη και δημιουργία.
Ο τόπος δεν είναι κάτι κεκτημένο και βέβαιο, αλλά μια μετουσίωση του χώρου που για να
πραγματοποιηθεί απαιτεί την ενσυνείδητη παρουσία ή απουσία του ανθρώπου. Και η συνεχής διερώτηση
και αμφισβήτηση γύρω από το τί συνιστά την ταυτότητα του τόπου είναι κινητήρια δύναμη κατανόησης
του εαυτού.
________________________________________________________________________________________________
The concept of place, of the changes that places undergo with the passage of time, and the concept of
memory, of identity, which is connected with one’s place of origin and childhood home – concepts that lie
at the very heart of the diachronic vicissitudes of the human quest – became questions concerning my own
existence and the need for answers ‘here and now’, in the sense of ‘urgently’, when my grandmother’s
house, a reference point of my childhood, was suddenly and unexpectedly lost one night. This incident
triggered a dialogue with the intergenerational trauma that lay concealed within me as a great-grandson of
refugees and a grandson and son of people who had been forced to move and migrate. I was called upon to
embark on an exploration of myself and to reinterpret all the information, narratives and traditions with
which I had grown up.
My research begins with abstract geometrical space and leads on to experiential space, that space which
is transformed by memory into a place. The meaning of each place is created by people and people are
moulded by the place they live in. Every place has its own genius loci, its own mission and acquires its
identity not from its morphology but from its human inhabitants, its history and its memories. Its identity
determines man’s identity and vice versa.
In modern life a great deal of time is spent on places which have no identity, on non-places, which offer
no essential meaning to the history, relationships or question of individual and collective identity. The very
opposite of non-places are places of memory, which are experientially charged and concern not only our
past and our present but also influence our future.
Memory, when the place it concerns disappears, turns into nostalgia, which, if politically manipulated,
leads to exclusions and conspiracy theories (restorative nostalgia). In contrast, the nostalgia that worships
shattered fragments of memory and temporalizes space, drives nostalgics to tell their story, to narrate the
relationship between past, present and future. Through this longing, they discover that the past is not that
which no longer exists but the past opens up multiple planes of consciousness and lend the present its
vitality (reflective nostalgia).
Finally, reference is made in the thesis to two visual artists, Lucas Samaras and Andreas Papachristos,
who, through their artistic work, activate their childhood memories, bridge the breach between past and
present and achieve a kind of reconciliation between what comes before and what comes after,
transforming nostalgia into a source of strength and creativity.
Place is not something that is acquired and certain; it is a transformation of space that requires the
conscious presence or absence of people. And a constant questioning of what constitutes the identity of
place spurs us to understand ourselves. | en_US |