dc.description.abstract | Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα που απασχολούν την παγκόσμια κοινότητα είναι αυτό της κατανάλωσης ενέργειας και της διαχείρισης αυτής. Για το σκοπό αυτό παρατηρείται στροφή στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.) προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το αποτύπωμα του ανθρώπου στο περιβάλλον. Στα πλαίσια αυτά, εξέχουσας σημασίας αποτελεί η επιλογή του βέλτιστου συστήματος θέρμανσης/ψύξης για την κάλυψη των απαιτούμενων θερμικών αναγκών ενός κτιρίου, δεδομένου ότι οι ανάγκες αυτές είναι υπαίτιες για το μεγαλύτερο ποσοστό των συνολικών καταναλώσεών του. Η επιλογή αυτή μπορεί να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο τόσο στην κατανάλωση ενέργειας από το σύστημα, όσο και στην κάλυψη της θερμικής άνεσης των χρηστών του κτιρίου.
Στην παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρείται η ανάπτυξη εύχρηστων μοντέλων, με ταυτόχρονη έμφαση στην επίτευξη υψηλής ακρίβειας, για τη διαστασιολόγηση των συστημάτων θέρμανσης και ψύξης μίας οικίας στην περιοχή της Αθήνας και πραγματοποιείται σύγκριση με τις αντίστοιχες σχέσεις που προτείνονται από την τεχνική οδηγία 20701-1/2017 του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (Κ.Εν.Α.Κ.). Για το σκοπό αυτό, αντλούνται δεδομένα από ένα μοντέλο δυναμικής προσομοίωσης, το οποίο δίνει μία ακριβή αποτύπωση των δυναμικών φαινομένων που λαμβάνουν χώρα κατά την αλληλεπίδραση του κελύφους του κτιρίου με το εσωτερικό και το εξωτερικό περιβάλλον. Εν συνεχεία, τα δεδομένα αυτά εισάγονται σε κατάλληλο λογισμικό, το οποίο μέσω τεχνικών αυτοεκμάθησης εξάγει το βέλτιστο υποκατάστατο μοντέλο. Τα διατυπωμένα μοντέλα παλινδρόμησης είναι ικανά να πραγματοποιήσουν πρόβλεψη της θερμικής δυσφορίας των χρηστών και να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό της απαιτούμενης ισχύος θέρμανσης/ψύξης, αλλά και των αντίστοιχων ενεργειακών φορτίων, ανάλογα με το επίπεδο θερμικής άνεσης που τίθεται από τους χρήστες. Σημειώνεται ότι η παρούσα ανάλυση συμπεριέλαβε την επίδραση των βασικών παραμέτρων που σχετίζονται με τη θερμική συμπεριφορά του κτιρίου, όπως είναι ο μέσος συντελεστής θερμοπερατότητας και η θερμική αδράνεια του κελύφους, καθώς και ο αερισμός από τα κουφώματα, ενώ η εφαρμογή της μεθοδολογίας επεκτάθηκε και για μία διαφορετική κλιματικά περιοχή της Ελλάδας, ήτοι της Κοζάνης, για συγκριτικούς λόγους. Η παραπάνω διαδικασία υλοποιήθηκε τόσο στην περίπτωση της θέρμανσης, όσο και σε αυτήν της ψύξης. Κατόπιν, παρατίθονται τα συμπεράσματα της εργασίας, στα οποία γίνεται αξιολόγηση των εξαγόμενων μοντέλων διαστασιολόγησης και αναφορά των δυνατοτήτων τους. Τέλος, προτείνονται μελλοντικά θέματα διερεύνησης για την περαιτέρω εξέλιξη των παραπάνω μοντέλων. | en_US |