dc.description.abstract | Ο Νίκος Καρούζος υπήρξε ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ενεργός κατά τις δεκαετίες 1950-1990. Έχοντας απορροφήσει τα ποικίλα αναγνώσματά του, από τους αρχαίους τραγικούς και φιλοσόφους έως τους σύγχρονούς του ποιητές και συγγραφείς, ο Νίκος Καρούζος ενσωματώνει στο έργο του πολλές διαφορετικές «φωνές», Ελλήνων και ξένων δημιουργών. Η διακειμενικότητα στο έργο του Καρούζου και δη η διαλογική σχέση του με έργα άλλων δημιουργών συντελείται με ποικίλους τρόπους, αλλά κυρίως μέσω της μίμησης του ύφους (παστίχα), της μη φανερής αναφοράς (υπαινιγμός), της φανερής αναφοράς (παράθεση) και της συρραφής αποσπασμάτων (κολλάζ). Βασισμένη σε αυτήν τη πρακτική του Καρούζου να «συνομιλεί» με ξένα έργα, καθώς και στην ίδια του την ποίηση, μεταγλωσσική και άκρως μοντέρνα, ξεκίνησα με τη σειρά μου ένα νέο κύκλο «διαλόγου». Πρόκειται για το δημιουργικό μέρος της εργασίας, το οποίο αντιστοιχεί σε μια ποιητική συλλογή που δημιούργησα με πρώτη ύλη τους τίτλους του συνόλου του ποιητικού έργου του Καρούζου. Η συλλογή αποτελείται από εξήντα άτιτλα ποιήματα και τιτλοφορείται ως Μου ανήκουν μόνο οι παρενθέσεις. Η επιλογή αυτού του τίτλου αποκαλύπτει ως ένα βαθμό την ίδια τη στοχοθεσία του έργου, μελετημένη υπό τις εξής δύο σκοπιές: πρώτον, θεωρήθηκε σημαντικό να γίνει γνωστό στον αναγνώστη το γεγονός ότι οι τίτλοι του Καρούζου διατηρήθηκαν ακέραιοι κατά τη συρραφή τους στο νέο γλωσσικό περιβάλλον και ότι υπέστησαν μονάχα την προσθήκη του σημείου στίξης της παρένθεσης, όπου αυτό κρίθηκε απαραίτητο για την καλύτερη απόδοση νοήματος ή της επιθυμητής αισθητικής στο εκάστοτε ποίημα. Δεύτερον, ο τίτλος ενέχει ηθελημένα την υπόνοια του ζητήματος της πνευματικής ιδιοκτησίας, ωστόσο δεν πρόκειται για τυχόν άρνηση της προσωπικής μου συμμετοχής στην ιδέα, την κατασκευή και την απόδοση του εγχειρήματος. Επιδίωξή μου ήταν μονάχα να ανοίξω το ερώτημα της πρωτοτυπίας στην τέχνη, την θεωρητική πλαισίωση «πειραματικών» εγχειρημάτων, όπως το δικό μου, καθώς και τα πνευματικά όρια του δημιουργικού διαλόγου με υπάρχοντα έργα άλλων δημιουργών. Τα παραπάνω ζητήματα, ιδωμένα μέσα από τις θεωρίες της διαλογικότητας του Μπαχτίν, της διακειμενικότητας της Κρίστεβα, της μεταδιακειμενικότητας του Ζενέτ και του θανάτου του Συγγραφέα, όπως τον έθεσε ο Μπαρτ, σε σχέση με την «ζωντανή ανάγνωση» και τα «εύγραπτα» κείμενα του τελευταίου, αποτέλεσαν το θεωρητικό μέρος της εργασίας, σε συνδυασμό με τη μελέτη της ποίησης του Καρούζου. Τέλος, μεταξύ δημιουργικού και θεωρητικού μέρους τοποθετείται ένα μεταβατικό κεφάλαιο αφιερωμένο στη δημιουργική γραφή. Το κεφάλαιο αυτό εμπεριέχει δεκαπέντε ασκήσεις δημιουργικής γραφής με βάση τη διακειμενικότητα και συγκεκριμένα το διάλογο με ποιήματα του Νίκου Καρούζου. Οι ασκήσεις προτείνονται ως παραλλαγές ασκήσεων δημιουργικής γραφής του Μίμη Σουλιώτη και των συνεργατών του, από το έργο Δημιουργική γραφή - Οδηγίες πλεύσεως. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η ποιητική συλλογή Μου ανήκουν μόνο οι παρενθέσεις δε δημιουργήθηκε με βάση κάποια αντίστοιχη άσκηση. Αντιθέτως, αποκαλύπτονται αρχικά στην Εισαγωγή και αναλύονται εκτενώς στο τρίτο κεφάλαιο τόσο η μεθοδολογία, όσο και το πώς προέκυψε η ιδέα της όλης δημιουργικής σύνθεσης. Αρκεί μόνο να τονιστεί πως ήταν μια ιδέα αυθόρμητη, που προέκυψε αβίαστα αρχικά, αλλά «ντύθηκε» κάποιους κανόνες στην πορεία.
Nikos Karouzos was a Greek poet of the first post-war generation, active in the period of the 1950s-1990s. Having absorbed his diverse readings, from the ancient tragic poets and philosophers to his contemporary writers, Nikos Karouzos incorporates in his work many different "voices" of Greek and foreign authors. The intertextuality in Karouzos' work, namely his dialogical relationship with the works of other authors, takes place in various ways, but mainly through the imitation of style (pastiche), the in absentia reference (allusion), the in praesentia reference (quotation) and the stitching together of extracts (collage). Based on this practice of Karouzos "conversing" with other works, as well as on his own poetry, post-linguistic and highly modern, I have begun a new “cycle” of dialogue. I am referring to the creative part of this work, which corresponds to a poetry collection I created using as raw material the titles of the whole of Karouzos' poetic work. The collection consists of sixty untitled poems and is titled as “I only own the parentheses”. This title was chosen for it matches two mean purposes. First, it was considered important to make the reader aware of the fact that Karouzos' titles were kept intact when stitching them together in the new linguistic context and that they only underwent the addition of the punctuation mark of the parentheses where this was deemed necessary to better convey the meaning or the desired aesthetic of the poem in question. Secondly, the title intentionally carries the implication of the issue of intellectual property, yet it should not be considered as a denial of my personal involvement in the idea, construction and performance of the project. My aim was merely to open up the question of originality in art, the theoretical framing of "experimental" projects such as mine, and the intellectual limits of creative dialogue with other authors’ existing works. The above questions, seen through Bakhtin's dialogism, Kristeva's intertextuality, Genette's transtextuality, and the death of the Author, as posed by Barthes, in relation to the latter's "living reading" and "writable" texts, formed the theoretical part of this thesis, in conjunction with the study of Karouzos' poetry. Finally, a transitional chapter dedicated to creative writing is placed between the creative and the theoretical part. This chapter contains fifteen creative writing exercises based on intertextuality and more specifically on the dialogue with Karouzos’ poems. The exercises are proposed as variations of the creative writing exercises of Mimis Souliotis and his collaborators on the book “Creative Writing - Instructions”. However, it is worth noting that the poetry collection “I only own the parentheses” was not created based on a similar exercise. Rather, both the methodology and how the idea of the whole creative composition came about are first revealed in the Introduction and discussed at length in Chapter Three. I shall only underline that it was a spontaneous idea that emerged effortlessly at first, but that was 'dressed' with rules in the process. | en_US |