Παραγωγή και κατανάλωση ενδυμάτων - Φαινόμενο της γρήγορης μόδας - Fast fashion
Abstract
Η βιομηχανία ενδυμάτων μόδας έχει εξελιχθεί σημαντικά, ιδιαίτερα τα τελευταία
χρόνια. Η μεταβαλλόμενη δυναμική της βιομηχανίας της μόδας ανάγκασε τους
λιανοπωλητές να προσπαθούν να πετύχουν χαμηλό κόστος και ευελιξία στο
σχεδιασμό, την ποιότητα και την ταχύτητα στην αγορά, βασικές στρατηγικές για να
διατηρήσουν μια κερδοφόρα θέση σε μία ολοένα και πιο απαιτητική αγορά. Η
στρατηγική αυτή έχει γίνει γνωστή ως γρήγορη μόδα, και αφορά τον εκδημοκρατισμό
της ραπτικής φέρνοντας μοντέρνα, οικονομικά αντικείμενα σε μαζική κλίμακα. Η
γρήγορη μόδα έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αγοράζουν και
καταναλώνουν τα ρούχα. Με την πώληση μεγάλων ποσοτήτων ρούχων σε φθηνές
τιμές, η γρήγορη μόδα έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχο επιχειρηματικό μοντέλο,
προκαλώντας μία άνευ προηγουμένου αύξηση της κατανάλωσης ενδυμάτων. Ωστόσο,
αυτό συνδέεται και με έντονα περιβαλλοντικά και κοινωνικά κόστη, από την
αυξημένη χρήση νερού που απαιτείται για την καλλιέργεια βαμβακιού, την
απελευθέρωση μη επεξεργασμένων βαφών στις τοπικές πηγές νερού, τους χαμηλούς
μισθούς των εργαζομένων και τις κακές συνθήκες εργασίας. Για το λόγο αυτό, πολλές
από τις εταιρείες γρήγορης μόδας αναπτύσσουν στρατηγικές βιωσιμότητας για το
μέλλον.
Η παρούσα εργασία παρέχει μια ανάλυση της βιομηχανίας της γρήγορης μόδας,
καλύπτοντας την ιστορική της εξέλιξη, το επιχειρηματικό μοντέλο, τη συμπεριφορά
των καταναλωτών, τον αντίκτυπο της επωνυμίας στις πωλήσεις και τα ζητήματα
βιωσιμότητας που απασχολούν τις επιχειρήσεις του κλάδου, μέσα από το συνδυασμό
βιβλιογραφικής έρευνας αλλά και εμπειρικής έρευνας με σκοπό την καταγραφή και
ανάλυση των πεποιθήσεων, των συνηθειών και των παραγόντων που επηρεάζουν την
αγορά από μάρκες fast fashion στην Ελλάδα. Διερευνώνται με αυτό τον τρόπο τα
καταναλωτικά πρότυπα των πελατών γρήγορης μόδας και η επίδραση του μοντέλου
αυτού στις διαστάσεις της μάρκας, αλλά και παρέχονται χρήσιμες πληροφορίες για τις
προκλήσεις και τις ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις αυτές να μεταβούν σε πιο βιώσιμες
πρακτικές.