Παράλληλα και συμπληρωματικά νομίσματα
Abstract
Η συγκεκριμένη πτυχιακή εργασία, η οποία πραγματοποιείται στα πλαίσια του Προγράμματος Σπουδών του Τμήματος Διεθνούς Εμπορίου, του Τ.Ε.Ι. Δυτικής Μακεδονίας, είχε ως ερευνητικό (αντικειμενικό) στόχο την γενική ανάλυση του συστήματος των παράλληλων και συμπληρωματικών νομισμάτων (complementary currency). Για την επίτευξη του στόχου, χρησιμοποιήθηκε ως ερευνητική μεθοδολογία η βιβλιογραφική ανασκόπηση.
Αρχικά, στο πρώτο κεφάλαιο της συγκεκριμένης πτυχιακής εργασίας μελετήθηκε η έννοια του χρήματος. Η χρήση του χρήματος, στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του, ήταν για λόγους αντιπραγματισμού, όμως, στην εξελικτική του πορεία κατέλαβε τον ρόλο του σύγχρονου πιστωτικού χρήματος, και, πλέον, λειτουργεί ως χρηματοοικονομικό στοιχείο. Ωστόσο, στη συνέχεια διατυπώθηκε ο ακριβής ορισμός του χρήματος, οι λειτουργίες του, οι ιδιότητες του, οι μορφές του, τα είδη του σύγχρονου χρήματος και η παράγοντες της ζήτησης και της προσφοράς.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, αναλύθηκε το Σύστημα των Παράλληλων και Συμπληρωματικών Νομισμάτων (CCS), το οποίο αναφέρεται η χρήση μιας συγκεκριμένης μονάδας ή συστήματος λογαριασμού με σκοπό να συμπληρώσει το επίσημο νόμισμα μέσα από την ανάπτυξη συγκεκριμένων παραγόντων που έχουν αναπτυχθεί βάσει ενός τοπικού δικτύου ώστε να ρυθμίσει λογιστικά τις ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι, στο εύρος αυτού του κεφαλαίου επεξεργάστηκε η ιστορική εξέλιξη αυτού του είδους των συστημάτων, παρατέθηκαν η περιγραφή, η κατηγοριοποίηση και οι βασικές αρχές τους, και, αναφέρθηκε η συμβολή της παγκοσμιοποίησης, και η εφαρμογή των CCS στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Στη συνέχεια, στο τρίτο κεφάλαιο υπήρξε ενασχόληση με την αξιολόγηση των Συστημάτων των Παράλληλων και Συμπληρωματικών Νομισμάτων. Επομένως, λοιπόν, στο εύρος αυτού του κεφαλαίου παρατίθενται η χρησιμότητα, τα εμπόδια, οι προκλήσεις, τα πλεονεκτήματα, τα μειονεκτήματα και η επίδραση των CCS. Συμπληρωματικά, όμως, στο τελευταίο μέρος του τρίτου αυτού κεφαλαίου η αξιολόγηση εστιάζει στη σύγκριση των CCS με το παραδοσιακό νομισματικό σύστημα (νόμιμο χρήμα).
Τέλος, στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, παρατίθενται κάποιες πρακτικές εφαρμογές των CCS. Συγκεκριμένα, δηλαδή, αναφέρεται πρώτα η περίπτωση της Ελβετίας με το ελβετικό WIR, το οποίο θεωρείται στη σύγχρονη εποχή ως το παλαιότερο και ένα από τα σημαντικότερα και πιο επιτυχημένα παραδείγματα συμπληρωματικών νομισμάτων. Στη συνέχεια, παρατίθεται η περίπτωση της Τσεχίας με τους τρεις διακριτούς κύκλους LETS, των οποίων οι δραστηριότητες και πρωτοβουλίες ήταν περιβαλλοντικής φύσεως. Ακολούθως, αναλύθηκε η περίπτωση της Βραζιλίας με τα κοινοτικά συμπληρωματικά νομίσματα, τα οποία στη σύγχρονη εποχή εξελίχθηκαν με τη χρήση των τεχνολογικών μέσων. Τέλος, παρατίθεται και η περίπτωση της Αργεντινής, η οποία θεωρείται ως ιδιαίτερη περίπτωση όταν πρόκειται για νομισματικούς πειραματισμού, αφού έχουν δημιουργηθεί 17 κρατικά νομίσματα μεταξύ των ετών 2001 και 2003.