dc.description.abstract | Η παρούσα εργασία αναλύει τη σημασία της ψηφιακής ωριμότητας για την ανταγωνιστικότητα και
την αποτελεσματικότητα των οργανισμών υγείας. Κύριος στόχος είναι η παροχή πρακτικών
κατευθύνσεων για την ενίσχυση της ψηφιακής ικανότητας των οργανισμών, με σκοπό την
αναβάθμιση της φροντίδας των ασθενών και την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ψηφιακής
εποχής. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε είναι η PRISMA, η οπ οία διασφαλίζει την αξιοπιστία
και τη διαφάνεια στη συλλογή και ανάλυση δεδομένων. Η βιβλιογραφική ανασκόπηση περιλαμβάνει
πηγές από βάσεις δεδομένων όπως το Scopus, το IEEE Xplore, το ScienceDirect και το PubMed, με
έμφαση σε μελέτες που δημοσιεύτηκαν μετ ά το 2020.
Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι η επιτυχία του ψηφιακού μετασχηματισμού εξαρτάται σε
μεγάλο βαθμό από τη διοίκηση των οργανισμών, η οποία πρέπει να καθορίζει σαφείς στόχους και
στρατηγικές, να επενδύει σε υποδομές και εκπαίδευση, και να δια σφαλίζει τη διαλειτουργικότητα
των συστημάτων. Χώρες όπως η Σιγκαπούρη, η Αγγλία και η Σαουδική Αραβία αποτελούν
επιτυχημένα παραδείγματα, επιβεβαιώνοντας τη σημασία της στρατηγικής κατεύθυνσης και της
εκπαίδευσης του προσωπικού για την επιτυχή υιοθέτηση ν έων τεχνολογιών. Επιπλέον, η εφαρμογή
μοντέλων ψηφιακής ωριμότητας, όπως το HIMSS και το EMRAM, προσφέρει στους οργανισμούς
πλαίσια αξιολόγησης των ψηφιακών τους δυνατοτήτων, διευκολύνοντας τη λήψη τεκμηριωμένων
αποφάσεων και την ανάπτυξη στρατηγικών για σ υνεχή βελτίωση.
Συμπερασματικά, τα μοντέλα ψηφιακής ωριμότητας συμβάλλουν καθοριστικά στη βελτίωση της
αποδοτικότητας και της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας, προετοιμάζοντας τους οργανισμούς για τις
μελλοντικές προκλήσεις της ψηφιακής εποχής. Η επιτυχία βα σίζεται στον συνδυασμό στρατηγικής
κατεύθυνσης, τεχνολογικών επενδύσεων και της συμμετοχής όλων των εμπλεκόμενων φορέων. | en_US |