dc.description.abstract | Σήμερα, η απαίτηση για την ύπαρξη πολιτών με περισσότερες γνώσεις και ικανότητες σε σχέση με το παρελθόν θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση για την ικανοποιητική διαβίωση τους. Παράλληλα, η πληθώρα των περιβαλλοντικών ζητημάτων κάνει επιτακτική την ανάγκη για προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης μέσα από την εκπαίδευση. Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η ανάπτυξη των παραπάνω μπορεί να αναπτυχθεί με την κατάλληλη εφαρμογή περιβαλλοντικών προγραμμάτων στις βαθμίδες της Εκπαίδευσης, με έμφαση στην εκπαίδευση των μελλοντικών εκπαιδευτικών για την επιτυχή εφαρμογή αυτών στη διδακτική πράξη. Στην παρούσα έρευνα μελετάται κατά πόσο η συμμετοχή μελλοντικών εκπαιδευτικών στο οργανωμένο με βάση καινοτόμα χαρακτηριστικά μάθημα «Διδακτική της Μελέτης Περιβάλλοντος» είναι ικανή να βελτιώσει τις ικανότητές τους στο διδακτικό σχεδιασμό ώστε να ενσωματώνουν μη τυπικά περιβάλλοντα μάθησης στη διδασκαλία τους. Τα βασικά μεθοδολογικά χαρακτηριστικά του μαθήματος είναι η παροχή βιωματικής μάθησης στους μελλοντικούς εκπαιδευτικούς με την ενσωμάτωση μη τυπικών περιβαλλόντων μάθησης τόσο στην εκπαίδευσή τους όσο και στις διδασκαλίες που διεξήγαγαν καθώς και ο ομαδικός διδακτικός σχεδιασμός δραστηριοτήτων που εφαρμόστηκαν σε συνεργαζόμενα δημοτικά σχολεία. Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά σαράντα (40) τριτοετής μελλοντικοί εκπαιδευτικοί που φοιτούσαν στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, και μεταξύ των υποχρεώσεων τους για το μάθημα ήταν η ανά ομάδες δημιουργία σχεδίων μαθήματος για μια ενότητα του μαθήματος «Μελέτη Περιβάλλοντος» στο δημοτικό σχολείο, με την ενσωμάτωση σε αυτό επίσκεψης σε μη τυπικά περιβάλλοντα μάθησης, καθώς και η εφαρμογή αυτών σε πραγματική σχολική τάξη. Οι διδασκαλίες των ομάδων εφαρμόζονταν κάθε εβδομάδα, κατά τις πρωινές ώρες και στη συνέχεια γινόταν η αξιολόγηση τους στον χώρο του Πανεπιστημίου. Τα ερευνητικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των ικανοτήτων διδακτικού σχεδιασμού των μελλοντικών εκπαιδευτικών ήταν ο ατομικός διδακτικός σχεδιασμός μιας ενότητας του παραπάνω μαθήματος για μαθητές Β’ Δημοτικού με την έναρξη («Το νερό») και μιας ενότητας με το πέρας των μαθημάτων («Το δάσος») από το σύνολο των συμμετεχόντων, καθώς και οι συνεντεύξεις των υποψηφίων εκπαιδευτικών που ελήφθησαν μετά τη λήξη του εξαμήνου. Από την ανάλυση των δεδομένων, η οποία ολοκληρώθηκε από το συνδυασμό ποσοτικών και ποιοτικών προσεγγίσεων, προκύπτει ότι οι ικανότητες των μελλοντικών εκπαιδευτικών ως προς την ενσωμάτωση μη τυπικών περιβαλλόντων μάθησης στα σχέδια μαθήματος τους βελτιώθηκαν κατά πολύ. Πιο συγκεκριμένα, βελτίωση καταγράφηκε στους άξονες που αναφέρονται στη συμπερίληψη των τριών απαραίτητων σταδίων ανάπτυξης δραστηριοτήτων σε χώρους μη τυπικής εκπαίδευσης, καθώς και στο είδος των δραστηριοτήτων που σχεδιάστηκαν στα πλαίσια τους. Η έμφαση τοποθετήθηκε στην προετοιμασία και οργάνωση δραστηριοτήτων για την επίσκεψη, με την απαιτούμενη σημασία στις προϋπάρχουσες γνώσεις των μαθητών για το θέμα που διαπραγματεύονταν, στην ενεργό συμετοχή μαθητών και μελλοντικών εκπαιδευτικών στις δραστηριότητες της επίσκεψης, καθώς και στην ανακεφαλαίωση των δραστηριοτήτων. Παράλληλα, παρατηρήθηκε υποχώρηση δασκαλοκεντρικών μεθόδων διδασκαλίας. Μικρότερη βελτίωση παρατηρήθηκε στους άξονες που αναφέρονται στη θέση συναισθηματικών και ψυχοκινητικών στόχων, με τους συμμετέχοντες να δίνουν προτεραιότητα στην ανάπτυξη γνωστικών στόχων, ακριβώς όπως συνέβη και πριν από την παρέμβαση που δέχτηκαν. Παράλληλα, μικρή ήταν και η βελτίωση της επικέντρωσης στην ανάπτυξη δεξιοτήτων που απορρέουν από την αυτενέργεια των μαθητών και τη συνεργασία. Τέλος, με βάση τους συμμετέχοντες, τα χαρακτηριστικά του μαθήματος που συνέβαλαν στην παραπάνω βελτίωση είναι οι επισκέψεις πεδίου που οργανώθηκαν στο μάθημα, οι επισκέψεις πεδίου που οι ίδιοι οργάνωσαν και εκτέλεσαν, ο ομαδικός διδακτικός σχεδιασμός και η ομαδική διδασκαλία, η πρακτική άσκηση στη θεωρία και η επαφή με τους μαθητές και γενικότερα ο εναλλακτικός τρόπος διεξαγωγής του μαθήματος. Αναφορικά με τους περιορισμούς του μαθήματος, οι ίδιοι υποστηρίζουν πως η ευρύτητα του πεδίου της Μελέτης Περιβάλλοντος δεν επέτρεψε την ανάπτυξη γνώσεων στο σύνολο της, ενώ οι τρίωρες εβδομαδιαίες συναντήσεις ήταν κουραστικές.Nowadays, there is a strong demand for human beings to have more knowledge and abilities than the past, in order to live a dignified life. Furthermore, the environmental problems that the planet faces create the need for the provision of education for sustainability. The above could be developed through all the grades of education, with the emphasis to be put on the teachers’ education. In the present study we explore the effect of the participation of pre-service teachers in an innovative course, titled "Teaching of Studies for the Environment", on their abilities for incorporating informal learning environments in their teaching. The teaching methodology of the course includes the experiential learning, the incorporation of informal learning environments during their education, as well as during their teaching, the team instructional design and the team teaching in elementary schools. The participants were forty (40) pre-service teachers, in the third year of their studies, in the Department of Primary Education, University of Western Macedonia. Their obligations for the course included the design in groups of a teaching plan, in which they had to incorporate a visit in an informal learning environment and they would apply it in an elementary school. Teachings were implemented each week in real classes, followed by afternoon University meeting for feedback and evaluation. As research tools were used the individual instructional plans developed at the beginning (titled 'The water cycle') and at the end of the course (titled ‘The forest’), along with interviews with the pre-service teachers, recordered at the end of the course. For the analysis, qualitative and quantitative methods were used. Findings indicate that the course had a substantial effect in future teachers’ instructional design abilities regarding the non-formal learning environments, and especially in the incorporation of all three phases of site visits (pre, during, post) and in the kind of the activities that were designed for implemetation during them. In particular, improvement was observed on the organization and preparation of the visit, as well as on the emphasis on students’ prior knowledge and experiences, on students’ active role during the activities and on the improvement of their scientific skills. Moreover, improvement was observed on the teaching styles that were implemented, which were more student-oriented and on the summary of all the activities pergormed during the third phase. No major changes were observed on their ability to incorporate affective and psychomotor goals, as well as on the appropriate emphasis on the improvement of students’ co-operative skills. What’s more, as the participants pointed out, the course’s characteristics that helped them at the above improvement is the school visits that took place during their education and during their teaching, the team working/team teaching, the transformation of the theory into praxis and the continuous contact they had with their students before the implementation of their instructional design. Last but not least, the participants mentioned that the instruction of the attended course had some weaknesses, including the fact that the duration of the course (1 semester) was not enough to cover all necessary topics, and that the afternoon three-hour long sessions were tiring for them, mainly due to the large number of issues and topics that they had to think during each of them. | en_US |