Σωματιδιακή ρύπανση μεγάλων αστικών κέντρων της Ευρώπης
Abstract
Η σωματιδιακή ρύπανση παραμένει μια από τις πιο πιεστικές προκλήσεις για το περιβάλλον και
τη δημόσια υγεία στα μεγάλα αστικά κέντρα σε όλη την Ευρώπη. Αυτή η μελέτη παρέχει μια
συγκριτική αξιολόγηση της σωματιδιακής ρύπανσης του αέρα σε πέντε μεγάλες ευρωπαϊκές
πόλεις—Παρίσι, Μαδρίτη, Αθήνα, Βερολίνο και Πράγα—αναλύοντας τις τάσεις στα χονδροειδή
σωματίδια (PM10), κατά την περίοδο από το 2015 έως το 2024. Επιπλέον, η έρευνα εξετάζει το
ποσοστό του αστικού πληθυσμού που εκτίθεται σε συγκεντρώσεις ρύπων που υπερβαίνουν τα
πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), τονίζοντας τις ανισότητες μεταξύ των πόλεων όσον
αφορά την επιβάρυνση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι τα αιωρούμενα σωματίδια PM10 παρουσιάζουν κυμαινόμενες
τάσεις, με ορισμένες πόλεις να παρουσιάζουν περιοδικές υπερβάσεις λόγω μετεωρολογικών
συνθηκών και πηγών ρύπανσης. H μελέτη εστίασε στις συγκεντρώσεις PM10 σε διαφορετικούς
τύπους σταθμών: αστικούς/κυκλοφορίας (U/T), αστικούς/υποβάθρου (U/B) και
περιαστικούς/υπαβάθρου (S/B). Η ανάλυση ανέδειξε σημαντικές διακυμάνσεις στα επίπεδα PM10,
με τους σταθμούς U/T να καταγράφουν σταθερά τις υψηλότερες συγκεντρώσεις, ιδιαίτερα σε
πόλεις με κυκλοφοριακή συμφόρηση. Οι εποχιακές διακυμάνσεις, οι εκπομπές που σχετίζονται με
την κυκλοφορία και οι περιφερειακές μεταφορές ρύπανσης συμβάλλουν σε αυξημένα επεισόδια
ρύπανσης, ακόμη και σε περιοχές υποβάθρου. Παρά ορισμένες βελτιώσεις στη ρύθμιση της
ποιότητας του αέρα, οι συγκεντρώσεις PM10 παραμένουν μια επίμονη πρόκληση σε αυτές τις
πόλεις, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ενισχυμένα μέτρα ελέγχου των εκπομπών, καλύτερη
διαχείριση της κυκλοφορίας και συντονισμένες περιφερειακές στρατηγικές για τη βελτίωση της
ποιότητας του αέρα των πόλεων και την προστασία της δημόσιας υγείας.
Η ανάλυση των μακροπρόθεσμων μοτίβων σωματιδιακής ρύπανσης, υποδεικνύουν μια συνολική
μείωση των επιπέδων PM10 σε όλες τις πόλεις, αντανακλώντας βελτιώσεις στη διαχείριση της
ποιότητας του αέρα και τις πολιτικές ελέγχου των εκπομπών. Ωστόσο, εξακολουθούν να
υφίστανται σημαντικές εποχικές διακυμάνσεις, με τις μέγιστες συγκεντρώσεις να σημειώνονται
τους χειμερινούς μήνες (Δεκέμβριος έως Φεβρουάριος) λόγω των αυξημένων εκπομπών από την
θέρμανση και των στάσιμων μετεωρολογικών συνθηκών.
Τα καθημερινά μοτίβα αναδεικνύουν περαιτέρω τον αντίκτυπο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων,
με τις συγκεντρώσεις PM10 να κορυφώνονται από την Τρίτη έως την Παρασκευή, ιδιαίτερα σε
σταθμούς U/T, όπου οι εκπομπές των οχημάτων συμβάλλουν σημαντικά στα επίπεδα ρύπανσης.
Τα Σαββατοκύριακα, γενικά, καταγράφονται χαμηλότερες συγκεντρώσεις PM10, αν και σε
ορισμένες περιοχές παρατηρείται επίμονη ρύπανση λόγω τοπικών πηγών. Παρά τις γενικές
βελτιώσεις, οι βραχυπρόθεσμες υψηλές συγκεντρώσεις εξακολουθούν να αποτελούν πρόκληση,
υπογραμμίζοντας την ανάγκη για συνεχή παρακολούθηση της ποιότητας του αέρα και την
εφαρμογή αυστηρότερων μέτρων.
Αυτή η μελέτη υπογραμμίζει τη σημασία της συνεχούς παρακολούθησης της ποιότητας του αέρα,
της αποτελεσματικής εφαρμογής πολιτικών ελέγχου και περιορισμού των εκπομπών και του
βιώσιμου αστικού σχεδιασμού για τον μετριασμό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και την προστασία
της δημόσιας υγείας. Τα ευρήματα παρέχουν πολύτιμες γνώσεις για τους υπεύθυνους χάραξης
πολιτικής, τους περιβαλλοντικούς φορείς και τους πολεοδόμους, τονίζοντας την ανάγκη για
στοχευμένα μέτρα για την αντιμετώπιση των εστιών ρύπανσης και τη μείωση της μακροχρόνιας
έκθεσης σε επιβλαβείς ατμοσφαιρικούς ρύπους.