Μελέτη, σχεδιασμός, δημιουργία ενός έμπειρου συστήματος ανίχνευσης ψεύδους
Abstract
Για λόγους επιβίωσης και αναπαραγωγής τα πρωτεύοντα θηλαστικά έχουν αναπτύξει την τάση να ψεύδονται όπως επίσης και την δυνατότητα να εντοπίζουν το ψεύδος. Παρά του προφανούς πλεονεκτήματος για την ακρίβεια εντοπισμού ψεύδους, η απλή κρίση αληθείας είναι ελάχιστα πιο ακριβής από την τύχη.
Παρ’ όλα αυτά, ευρήματα στην εγκληματική ψυχολογία, την νευρολογία και την επιστήμη μελέτης πρωτευόντων θηλαστικών υποδεικνύουν ότι το ψεύδος μπορεί να εντοπιστεί με ακρίβεια με την χρήση διαδικασιών που απαιτούν λιγότερη χρήση της συνείδησης. Παρατηρήθηκε ότι ένα άτομο όπου ψεύδεται ενεργοποιούσε γνωστικές συμπεριφορές όπου είναι συνδεδεμένες με το ψεύδος και αντίστοιχα ένα άτομο όπου λέει την αλήθεια ενεργοποιούσε γνωστικές συμπεριφορές όπου είναι συνδεδεμένες με την αλήθεια.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι επιστήμονες στράφηκαν προς την βιολογία του ανθρώπου και με την βοήθεια της τεχνολογίας προσπάθησαν να αυξήσουν την ακρίβεια ανίχνευσης ψεύδους όσο γίνεται πιο κοντά γίνεται στην απόλυτη. To maximize survival and reproductive success, primates evolved the tendency to tell lies and the ability to accurately detect them.
Despite the obvious advantage of detecting lies accurately, conscious judgments of veracity are only slightly more accurate than chance. However, findings in forensic psychology, neuroscience, and primatology suggest that lies can be accurately detected when less-conscious mental processes are used. It was oberved that someone that would tell a lie, would automatically activate cognitive concepts associated with deception and someone tell the truth would activate concepts associated with truth.
For that reason scientists turned to the human biology and with the help of technology they tried to increase the accuracy of lie detection as close as possible to the absolute.