Η έννοια της φρόνησης κατά τον Αριστοτέλη: θεωρητικός και πρακτικός βίος
Abstract
Στην παρούσα εργασία αναλύεται ο Αριστοτέλης, σε μια ηθική
πραγματεία όπως είναι τα Ηθικά Νικομάχεια. Παρατηρούμε ότι
διακρίνει τη θεωρία από τη πράξη και αποδίδει στην πρώτη έναν
αποφασιστικότερο ρόλο όσον αφορά στην ευδαιμονία του
ανθρώπου. Αυτό δεν σημαίνει ότι η σοφία αποτελεί το σύνολο
της ανθρώπινης αρετής, καθώς μερίδιο φαίνεται να διεκδικεί και
η φρόνηση. Παρατηρούμε ότι ο νους , όπως και ο λόγος,
αποτελούν συστατικά και των δύο αρετών, με τη διαφορά ότι
στην πρώτη περίπτωση συλλαμβάνουν τις καθολικές και
αμετάβλητες αρχές, ενώ στη δεύτερη τα έσχατα επιμέρους.
Επιπρόσθετα, στην εργασία τονίζεται πως ο θεωρητικός βίος και
γενικά κάθε είδους ανθρώπινος βίος εξαρτάται έως ένα βαθμό
από κάποια εξωτερικά αγαθά, καθώς και από το απρόβλεπτο της
ζωής, πράγμα που επισημαίνει την πολυπλοκότητα του
ανθρώπινου αγαθού. Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι και η
φρόνηση, δεν είναι επιστήμη, αφού δεν προκύπτει από τον
αποδεικτικό συλλογισμό (Μπαγιόνας 1997) και έχει ως
αντικείμενα τα καθ’ έκαστα και το τι πρέπει να πράξει ο φρόνιμος
άνθρωπος για να επιτύχει τη μεσότητα και κατ'επέκταση το
ύψιστο αγαθό, την ευδαιμονία. Δεν μπορεί δηλαδή να νοηθεί η
φρόνηση ως αφηρημένη θεωρητική κατασκευή παρά μόνο από
την ενσάρκωσή της στο πρόσωπο του φρονίμου (Βιρβιδάκης,
1997). Από την παραπάνω διαπραγμάτευση προκύπτει το
συμπέρασμα πως η φρόνηση είναι αρετή με διττό χαρακτήρα,
δηλαδή μπορεί να νοηθεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη
διανοητική και την ηθική αρετή.